δυσφορία

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφορία Medium diacritics: δυσφορία Low diacritics: δυσφορία Capitals: ΔΥΣΦΟΡΙΑ
Transliteration A: dysphoría Transliteration B: dysphoria Transliteration C: dysforia Beta Code: dusfori/a

English (LSJ)

ἡ,
A malaise, discomfort, Hp.Acut.54, Epid.1.26.ή, Coac.260; classed as εἶδος λύπης, Stoic.3.100.
2 suffering, anguish, torment, vexation, distress, Epicur.Fr.445 (pl.), Simp. in Epict.p.117 D.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. δυσφορίη Hp.Epid.3.17.13
• Morfología: [plu. dat. δυσφορίῃσιν Hp.Liqu.1]
1 sent. fís., medic. molestia, desazón c. gen. subjet. de la parte o función afectada δυσφορία τε καὶ ῥιπτασμὸς τῶν μελέων = molestia y agitación de los miembros Hp.Acut.54, δυσφορία τοῦ πνεύματος = molestia en la respiración Hp.Coac.469, αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι κάκισται Hp.Coac.2, op. εὐφορίη Hp.Liqu.1, Gal.1.184
abs. Hp.Epid.1.26.8, 3.17.2, 9, 13, Coac.260
c. gen. obj. intolerancia δ. ... τῶν συμφερόντων = intolerancia a los remedios Gal.1.164, abs. Gal.1.191.
2 sent. moral sufrimiento, pena μηδ' εἰς τὰ πράγματα τρέπωμεν τὰς δυσφορίας y no atribuyamos las penas a las circunstancias Epicur.Fr.[237]
dificultad de aguantar o soportar censuras o reprensiones de los preceptores, Simp.in Epict.45.117.

German (Pape)

[Seite 690] ἡ, das Schwerertragen, die Unbehaglichkeit, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφορία: ἡ, πόνος ἀνυπόφορος, ὑπερβολικός, Ἱππ. Ὀξ. 393· ἀγωνία, στενοχωρία, ὁ αὐτ. Ἐπιδ. 1. 984.

Greek Monolingual

η (AM δυσφορία)
αίσθημα στενοχώριας, δυσαρέσκειας
νεοελλ.
ελαφριά αδιαθεσία
αρχ.
αδημονία, αγωνία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσφορία -ας, ἡ δύσφορος (gevoel van) onwel zijn.