δυσεκπόνητος
From LSJ
English (LSJ)
δυσεκπόνητον, τιμωρίας καὶ πόνους δυς[εκπο] νήτους hard to endure, Phld.Herc.1251.12 (dub. rest.).
Spanish (DGE)
-ον difícil de soportar πόνοι Phld.Elect.12.8.
Full diacritics: δῠσεκπόνητος | Medium diacritics: δυσεκπόνητος | Low diacritics: δυσεκπόνητος | Capitals: ΔΥΣΕΚΠΟΝΗΤΟΣ |
Transliteration A: dysekpónētos | Transliteration B: dysekponētos | Transliteration C: dysekponitos | Beta Code: dusekpo/nhtos |
δυσεκπόνητον, τιμωρίας καὶ πόνους δυς[εκπο] νήτους hard to endure, Phld.Herc.1251.12 (dub. rest.).
-ον difícil de soportar πόνοι Phld.Elect.12.8.