δυσεξιχνίαστος

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δύσκολα εξιχνιάζεται ή ανακαλύπτεται
2. δυσνόητος.