δυσκαταμαθήτως

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
de manière à être difficilement compris.
Étymologie: δυσκαταμάθητος.

Spanish

con dificultad de reconocimiento

Russian (Dvoretsky)

δυσκαταμαθήτως: с трудом усваивая: δ. ἔχειν Isocr. плохо понимать.