δυσκολοδιάβατος

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τον περάσει κανείς, ο δυσδιάβατος
2. αυτός που δύσκολα υποφέρεται («δυσκολοδιάβατη ζωή»)
3. αυτός που δύσκολα ξεπερνιέται («δυσκολοδιάβατος καημός»).