εγκληματικότητα
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
η
1. η ιδιότητα του εγκλήματος ή του εγκληματία, ροπή προς το έγκλημα
2. η αναλογία τών εγκλημάτων που διαπράττονται («η εγκληματικότητα αυξήθηκε μετά τον πόλεμο»).