εγκλύζω

From LSJ

οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here

Source

Greek Monolingual

(AM ἐγκλύζω)
πλένω το εσωτερικό
αρχ.
1. υγραίνω, μουσκεύω
2. θεραπεύω με υποκλυσμούς.