μουσκεύω
From LSJ
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
Greek Monolingual
(Μ μουσκεύω)
διαβρέχομαι, διαποτίζομαι
νεοελλ.
1. διαβρέχω, διαποτίζω
2. φρ. «τά μούσκεψα» — απέτυχα από κακό χειρισμό, τά θαλάσσωσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχεύω «μεταφυτεύω παραφυάδα», με κώφωση του -ο- σε -ου-. Η σημ. «υγραίνω, διαβρέχω» που έλαβε το ρ. οφείλεται στο γεγονός ότι οι παραφυάδες, προτού φυτευτούν, διατηρούνται στο νερό].