μουσκεύω
From LSJ
Greek Monolingual
(Μ μουσκεύω)
διαβρέχομαι, διαποτίζομαι
νεοελλ.
1. διαβρέχω, διαποτίζω
2. φρ. «τά μούσκεψα» — απέτυχα από κακό χειρισμό, τά θαλάσσωσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχεύω «μεταφυτεύω παραφυάδα», με κώφωση του -ο- σε -ου-. Η σημ. «υγραίνω, διαβρέχω» που έλαβε το ρ. οφείλεται στο γεγονός ότι οι παραφυάδες, προτού φυτευτούν, διατηρούνται στο νερό].