εγκλύζω

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

(AM ἐγκλύζω)
πλένω το εσωτερικό
αρχ.
1. υγραίνω, μουσκεύω
2. θεραπεύω με υποκλυσμούς.