ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(AM ἐγκλύζω)πλένω το εσωτερικόαρχ.1. υγραίνω, μουσκεύω2. θεραπεύω με υποκλυσμούς.