εθελακριβής

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

ἐθελακριβής, -ές (Α)
αυτός που θέλει να είναι ή προσποιείται ότι είναι ακριβής.