ειδωλολατρικός
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειδωλολατρία και στους ειδωλολάτρες («ειδωλολατρική θρησκεία»)
2. ο υπερβολικός σε αφοσίωση («ειδωλολατρικός θαυμασμός»).