ειδωλολατρικός

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειδωλολατρία και στους ειδωλολάτρες («ειδωλολατρική θρησκεία»)
2. ο υπερβολικός σε αφοσίωσηειδωλολατρικός θαυμασμός»).