εκατόγχειρ

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monolingual

και εκατόγχειρος, ο, η (AM ἑκατόγχειρος, -ον και ἑκατόγχειρ, ο, η)
αυτός που έχει εκατό χέρια.