ἑκατόγχειρ

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτόγχειρ Medium diacritics: ἑκατόγχειρ Low diacritics: εκατόγχειρ Capitals: ΕΚΑΤΟΓΧΕΙΡ
Transliteration A: hekatóncheir Transliteration B: hekatoncheir Transliteration C: ekatogcheir Beta Code: e(kato/gxeir

English (LSJ)

χειρος, οξ, ἡ, = ἑκατόγχειρος (hundred-handed), Acus. 8 J., Pi. Pae. 8.31, Orph. Fr. 57, al., Corn. ND 17, etc.

German (Pape)

[Seite 752] ειρος, hunderthändig, die riesigen Kinder des Uranus u. der Gäa, Apolld.; Plut. Marcell. 17.

French (Bailly abrégé)

-χειρος (ὁ, ἡ)
à cent mains, à cent bras.
Étymologie: ἑκατόν, χείρ.

English (Slater)

ἑκᾰτόγχειρ pro subs. hundred-handed thing “ἔδοξ[ε γὰρ] τεκεῖν πυρφόρον ἐρι[ ] ἑκατόγχειρα (Π̆{S}: εκατόνχερα Π: sc. Ἑκάβα. v. τίκτω) Πα. 8A. 21. cf. P. Oxy. 2627. 9.

Greek Monolingual

και εκατόγχειρος, ο, η (AM ἑκατόγχειρος, -ον και ἑκατόγχειρ, ο, η)
αυτός που έχει εκατό χέρια.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατόγχειρ: χειρος adj. Plut. = ἑκατόγχειρος.