ἑκατόγχειρ
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
χειρος, οξ, ἡ, = ἑκατόγχειρος (hundred-handed), Acus. 8 J., Pi. Pae. 8.31, Orph. Fr. 57, al., Corn. ND 17, etc.
German (Pape)
[Seite 752] ειρος, hunderthändig, die riesigen Kinder des Uranus u. der Gäa, Apolld.; Plut. Marcell. 17.
French (Bailly abrégé)
-χειρος (ὁ, ἡ)
à cent mains, à cent bras.
Étymologie: ἑκατόν, χείρ.
English (Slater)
ἑκᾰτόγχειρ pro subs. hundred-handed thing “ἔδοξ[ε γὰρ] τεκεῖν πυρφόρον ἐρι[ ] ἑκατόγχειρα (Π̆{S}: εκατόνχερα Π: sc. Ἑκάβα. v. τίκτω) Πα. 8A. 21. cf. P. Oxy. 2627. 9.
Greek Monolingual
και εκατόγχειρος, ο, η (AM ἑκατόγχειρος, -ον και ἑκατόγχειρ, ο, η)
αυτός που έχει εκατό χέρια.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατόγχειρ: χειρος adj. Plut. = ἑκατόγχειρος.