εκμηδενίζω

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

1. καθιστώ κάτι ίσο με το μηδέν, εξαφανίζωεκμηδενίζω τις πιθανότητες για οικονομική ανάκαμψη»)
2. αχρηστεύω τελείως («εκμηδένισε τους αντιπάλους του»).