εκμηδενίζω

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

1. καθιστώ κάτι ίσο με το μηδέν, εξαφανίζωεκμηδενίζω τις πιθανότητες για οικονομική ανάκαμψη»)
2. αχρηστεύω τελείως («εκμηδένισε τους αντιπάλους του»).