εκμηδενίζω

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

1. καθιστώ κάτι ίσο με το μηδέν, εξαφανίζωεκμηδενίζω τις πιθανότητες για οικονομική ανάκαμψη»)
2. αχρηστεύω τελείως («εκμηδένισε τους αντιπάλους του»).