Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(ΑΜ ἐκπορεύομαι, Α και ἐκπορεύω)
προέρχομαι, εκπηγάζω («τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον»)
αρχ.
1. πορεύομαι έξω, βγαίνω έξω
2. ἐκπορεύω
βοηθώ κάποιον να βγει από κάπου.