ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(-έω) (AM ἐκπορθῶ)κυριεύω, λεηλατώ, καταστρέφωαρχ.1. παίρνω ως λάφυρα2. φρ. «ὑπ' ἄτης ἐκπεπόρθημαι» — έχω αφανιστεί από τη θεϊκή τιμωρία.