Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εκπορθώ

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐκπορθῶ)
κυριεύω, λεηλατώ, καταστρέφω
αρχ.
1. παίρνω ως λάφυρα
2. φρ. «ὑπ' ἄτης ἐκπεπόρθημαι» — έχω αφανιστεί από τη θεϊκή τιμωρία.