Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
(-έω) (AM ἐκπορθῶ)κυριεύω, λεηλατώ, καταστρέφωαρχ.1. παίρνω ως λάφυρα2. φρ. «ὑπ' ἄτης ἐκπεπόρθημαι» — έχω αφανιστεί από τη θεϊκή τιμωρία.