εκπορθώ
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(-έω) (AM ἐκπορθῶ)
κυριεύω, λεηλατώ, καταστρέφω
αρχ.
1. παίρνω ως λάφυρα
2. φρ. «ὑπ' ἄτης ἐκπεπόρθημαι» — έχω αφανιστεί από τη θεϊκή τιμωρία.