εκπροφεύγω
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
ἐκπροφεύγω (Α)
1. φεύγω μακριά από κάποιον
2. ξεφεύγω, διαφεύγω.
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ἐκπροφεύγω (Α)
1. φεύγω μακριά από κάποιον
2. ξεφεύγω, διαφεύγω.