ελάφιος

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source

Greek Monolingual

ἐλάφιος, ο (Α)
ο μήνας ελαφηβολιών στην Ηλεία.