ελαιοπυρήνας

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο πυρήνας, το κουκκούτσι της ελιάς, το λιοκούκκουτσο
2. τα στερεά υπολείμματα ελαιοκάρπου που απομένουν μετά την έκθλιψη του λαδιού, κν. λιοκόκκια (βλ. και ελαιόπιτα).