ελαιοπυρήνας

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο πυρήνας, το κουκκούτσι της ελιάς, το λιοκούκκουτσο
2. τα στερεά υπολείμματα ελαιοκάρπου που απομένουν μετά την έκθλιψη του λαδιού, κν. λιοκόκκια (βλ. και ελαιόπιτα).