ελαιόχρους

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

Greek Monolingual

-oυν (AM ἐλαιόχρους [-οος], -ουν [-οον])
αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού ή και της ελιάς, λαδής, λαδόχρωμος.