εμπότισμα

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

το
1. το αποτέλεσμα του εμποτίζω, διαπότιση, μούσκεμα
2. το υγρό που διεισδύει και εμποτίζει ένα σώμα, το υγρό που απορροφήθηκε.