εμποτίζω

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι διάβροχο με υγρό, μουσκεύω, διαβρέχω
2. μτφ. εμπνέω σε κάποιον ιδέες ή συναισθήματα.