εμποτίζω

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι διάβροχο με υγρό, μουσκεύω, διαβρέχω
2. μτφ. εμπνέω σε κάποιον ιδέες ή συναισθήματα.