μούσκεμα

From LSJ

πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it

Source

Greek Monolingual

το μουσκεύω
1. το να μουσκεύει κάποιος κάτι, βρέξιμο, διαπότιση, διαβροχή
2. φρ. α) «είμαι μούσκεμα» ή «γίνομαι μούσκεμα» — βρέχομαι πάρα πολύ, μουσκεύομαι
β) «τά κάνω μούσκεμα» — αποτυγχάνω, τά θαλασσώνω.