λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
ἐνῆμαι (Α)(παρακμ. του ἐνέζομαι) κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι.