ἐνέζομαι
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
A sit in or sit upon, Arist.Pr.881b36.
II have one's seat in or have one's abode in, c. acc. loci, τόδ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον = let us sit down in this ancient building A.Pers.140 (lyr.).
Spanish (DGE)
sentarse en, tomar asiento en c. ac. τόδ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον A.Pers.140
•abs. Arist.Pr.881b36, fig. Ἔρως ... ἐνέζεται, οὐδὲ μετέστη Eros permanece sentado (sobre mi pecho) sin moverse, AP 5.268 (Paul.Sil.).
German (Pape)
[Seite 836] (s. ἕζομαι), darin sitzen, Arist. probl. 5, 11, aoristisch. – Bei Aesch. Pers. 137, τόδ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον, hineingehen, um da seinen Sitz zu nehmen. – Dazu gehört πρύμνῃ δ' ἐνεείσατο κούρην Ap. Rh. 4, 188.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. 3ᵉ sg. poét. ἐνεείσατο;
s'asseoir dans ou sur ; avec mouv. venir s'asseoir dans, acc..
Étymologie: ἐν, ἕζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνέζομαι:
1 (на что-л.) садиться, aor. сидеть (ἐγκλιθῆναι καὶ ἐνέζεσθαι Arst.);
2 селиться или обитать (τὸ στέγος ἀρχαῖον Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, ἀποθ., κάθημαι ἐπί τινος, Ἀριστ. Προβλ. 5. 11. ΙΙ. ἔχω τὴν ἕδραν ἢ κατοικίαν μου ἔν τινι, μετ’ αἰτιατ. τόπου, τόδ’ ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον Αἰσχύλ. Πέρσ. 140· πρβλ. ἐνίζω.
Greek Monolingual
ἐνέζομαι (Α)
1. εδρεύω, κατοικώ σ' έναν τόπο («τόδ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον», Αισχύλ.)
2. κάθομαι σ' έναν τόπο («τὰ ἐνδιδόντα τῶν μή ἐνδιδόντων άκοπώτερά ἐστι... ἐνέζεσθαι», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ἐνέζομαι: μέλ. -εδοῦμαι· αποθ., έχω την έδρα μου, την κατοικία μου σε ένα μέρος, με αιτ., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
fut. -εδοῦμαι
Dep. to have one's abode in a place, c. acc., Aesch.