εναετία

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source

Greek Monolingual

και ενναετία και εννεατία, η (AM ἐναετία και ἐνναετία και ἐννεαετία)
χρονική διάρκεια ή περίοδος εννέα ετών, εννεαετηρίδα.