ενδημώ

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

-έω (AM ἐνδημῶ, Α και δωρ. τύπος ἐνδαμῶ)
νεοελλ.
(για νόσους) είμαι ενδημικός
μσν.- νεοελλ.
φρ. «ἡ ἐνδημοῦσα Σύνοδος»
Σύνοδος τών αρχιερέων που παραμένουν στην Κωνσταντινούπολη και τών κοντινών μητροπόλεων, χωρίς αυστηρά καθορισμένο αριθμό και με διάφορες κατά καιρούς δικαιοδοσίες
αρχ.-μσν.
διαμένω μόνιμα σ' έναν τόπο.