ενδημικός
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐνδημικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. (για φυτά και ζώα) αυτός που έχει γεωγραφική εξάπλωση μόνο σε ορισμένες περιοχές της γης
2. αυτός που επιχωριάζει, που παραμένει ή διαρκεί επί πολύ ή μόνιμα σε έναν τόπο
3. φρ. «ενδημική νόσος» — νόσος η οποία εμφανίζεται μόνιμα με πολλά περιστατικά σε κάποια γεωγραφική περιοχή
αρχ.
εκείνος που μένει μόνιμα σε κάποιο τόπο.