εννεάδεσμος Search Google

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

ἐννεάδεσμος, -ον (Μ)
αυτός που συγκρατείται με εννέα δεσμούς ή αρμούς.