ενυδάτωση
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monolingual
η
1. χημ. εισαγωγή νερού σε χημική ένωση και ο σχηματισμός νέας ένωσης
2. (για καλλυντικό) αύξηση της ποσότητας νερού στα κύτταρα του δέρματος.