εξοικονόμηση
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
η (AM ἐξοικονόμησις) εξοικονομώ
εξεύρεση τών αναγκαίων («ἐξοικονόμηση χρημάτων»).