εξοικονόμηση
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
Greek Monolingual
η (AM ἐξοικονόμησις) εξοικονομώ
εξεύρεση τών αναγκαίων («ἐξοικονόμηση χρημάτων»).