εξονειρώσσω

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

Greek Monolingual

ἐξονειρώσσω και ἐξονειρώττω (Α)
παθαίνω ονείρωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονειρώσσω «παθαίνω εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο»].