εξονειρώσσω

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source

Greek Monolingual

ἐξονειρώσσω και ἐξονειρώττω (Α)
παθαίνω ονείρωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονειρώσσω «παθαίνω εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο»].