εξυψώνω
From LSJ
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
(AM ἐξυψῶ, -όω)
καθιστώ ανώτερο, ανυψώνω («παίγνια καὶ κώμους Αἰσχύλος ἐξύψωσεν»)
νεοελλ.
εγκωμιάζω
αρχ.
σηκώνω ψηλά.