εξυψώνω

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξυψῶ, -όω)
καθιστώ ανώτερο, ανυψώνω («παίγνια καὶ κώμους Αἰσχύλος ἐξύψωσεν»)
νεοελλ.
εγκωμιάζω
αρχ.
σηκώνω ψηλά.