εορταίος

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

ἑορταῖος, -α, -ον (Α)
εόρτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτ-ή + επίθημα -αίος (πρβλ. τελευταίος)].