δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
ἐπίστενος, -ον (Α) στενόςαυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή ἀορτή... εὖ μάλα κοίλη, προϊοῦσα δὲ ἐπιστενοτέρα», Αριστοτ.).