επαποκτείνω

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

ἐπαποκτείνω και ἐπαποκτιννύω (Α)
σκοτώνω κάποιον μετά από κάποιον άλλο («αὐτὸν ἐκεῖνον δυσανασχετοῦντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε», Δίων Κάσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αποκτείνω «σκοτώνω»].