επικατακλίνω
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Greek Monolingual
ἐπικατακλίνω (Α)
1. κάνω κάτι να γύρει πάνω σε κάτι άλλο
2. παρουσιάζω, συστήνω κάποιαν ως εταίρα.
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
ἐπικατακλίνω (Α)
1. κάνω κάτι να γύρει πάνω σε κάτι άλλο
2. παρουσιάζω, συστήνω κάποιαν ως εταίρα.