συστήνω

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

και συσταίνω και συστένω Ν
βλ. συνιστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστήσω, υποτακτ. αορ. του αρχ. συνίστημι (πρβλ. στήσω, βλ. λ. ἵστημι)].