επιμανθάνω

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

ἐπιμανθάνω (Α) μανθάνω
μαθαίνω επί πλέον ή μαθαίνω κατόπιν («oὔτε προμαθὼν ἐς αὐτὴν οὐδὲν οὔτ’ ἐπιμαθών», Θουκ.).