πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter
ἐπιμανθάνω (Α) μανθάνωμαθαίνω επί πλέον ή μαθαίνω κατόπιν («oὔτε προμαθὼν ἐς αὐτὴν οὐδὲν οὔτ’ ἐπιμαθών», Θουκ.).