επιμνήμων

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

ἐπιμνήμων, -ον (Μ)
αυτός που θυμάται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μνήμων (μιμνήσκομαι)].