επιπλουργία

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source

Greek Monolingual

η
επιπλοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ιω. Καμπούρογλου].