επιτυχημένα

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

και πιτυχημένα και πετυχημένα επίρρ.
επιτυχώς, με επιτυχία.