επιχρυσωτής

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

ο
τεχνίτης που κάνει επιχρυσώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον θ. Χ. Φλωρά].

Translations

gilder

Arabic: دَجَّال, دَجَّالَة, طَلَّاء; Catalan: daurador; Danish: forgylder; Dutch: vergulder; French: doreur, doreuse; German: Vergolder, Vergolderin; Greek: επιχρυσωτής, χρυσωτής; Ancient Greek: βαφεύς, βαφεὺς χρυσοῦ, χρυσωτής; Italian: doratore, doratrice, indoratore, indoratrice; Norwegian Bokmål: forgyller; Portuguese: dourador, douradora, doirador, doiradora; Spanish: dorador, doradora; Swedish: förgyllare